Τάρας

Τάρας
Τάρας [ᾰρ], αντος, o( and (acc. to Eust.1390.59) , Tarentum, a town of Magna Graecia, on a river of the same name, Hdt.1.24, Th.6.34, etc.: also pr. n. of the river-hero, Str.6.3.2, Paus.10.10.8; Τάραντος ἀγλαὸν ὕδωρ Orac. ap. D.S.8.21:—hence [full] Τᾰραντῖνος, η, ον, Tarentine,
A

ὁ Τ. κόλπος Str.6.1.11

; ἡ -νη (sc. χώρα) Id.6.1.4; Τ., , a Tarentine, Hdt.3.138, etc.;

Ταραντίνων πολιτεία Arist.Fr. 590

:—cf. Ταραντῖνοι, Ταραντῖνον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τάρας — Όνομα 2 μυθολογικών προσώπων. 1. Ο επώνυμος ήρωας και χτίστης της ομώνυμης πόλης της Κάτω Ιταλίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα, με τη βοήθεια του οποίου, σώθηκε από ναυάγιο και μεταφέρθηκε στην πλάτη ενός δελφινιού στο ακρωτήριο του μυχού του κόλπου… …   Dictionary of Greek

  • Τάρας — Τάρᾱς , Τάρας a Tarentine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάρας ή Τάραντας — (Taranto). Πόλη της Ιταλίας στην επαρχία της Πούλιας. Είναι χτισμένη στον ομώνυμο κόλπο και χωρίζεται σε δύο πόλεις, την παλαιά και τη νέα. Ο T., στον οποίο βρίσκεται ναύσταθμος του ιταλικού στόλου, οφείλει την ονομασία του στην ομώνυμη ελληνική… …   Dictionary of Greek

  • Σεφτσένκο, Τάρας Γκριγκόριεβιτς — Ουκρανός ποιητής και ζωγράφος (Κίεβο 1814 Πετρούπολη 1861). Παιδί δουλοπάροικων, εγκαταστάθηκε το 1831 στην Πετρούπολη, όπου η αναγνώριση του ποιητικού και ζωγραφικού του ταλέντου παρακίνησε μερικούς από τους καλλιτέχνες της πρωτεύουσας, με τους… …   Dictionary of Greek

  • ТАРАС —    • Τάρας,          см. Tarentum, Тарент …   Реальный словарь классических древностей

  • Τάρα — Τάρας a Tarentine masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάραν — Τάρας a Tarentine masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάραντα — Τάρας a Tarentine masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάραντι — Τάρας a Tarentine masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάραντος — Τάρας a Tarentine masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”